- σηροτροφικός
- -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σηροτρόφο ή στην σηροτροφία.[ΕΤΥΜΟΛ. < σηροτροφία / σηροτρόφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σηροτροφικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη σηροτροφία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταξοπαραγωγός — ό 1. (για χώρες) αυτός που παράγει μετάξι, σηροτροφικός («η Κίνα είναι η μεγαλύτερη μεταξοπαραγωγός χώρα») 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο και η μεταξοπαραγωγός αυτός που ασχολείται με την εκτροφή μεταξοσκωλήκων με σκοπό την παραγωγή και το… … Dictionary of Greek